Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

) οι στενοί συγγενείς

  • 1 близкий

    близкий 1. 1) κοντινός, πλησίος προσεχής (по вре мени)' самый \близкий путь о πιο κοντινός δρόμος 2) (сходный ) όμοιος 3) (об отношениях) στενός \близкий друг о στενός φίλος 2.: мн. \близкийие (родствен ники ) οι στενοί συγγενείς
    * * *
    1.
    1) κοντινός, πλησίος; προσεχής ( по времени)

    са́мый бли́зкий путь — ο πιο κοντινός δρόμος

    2) ( сходный) όμοιος
    3) ( об отношениях) στενός

    бли́зкий друг — ο στενός φίλος

    2. мн.

    бли́зкие (родственники) — στενοί συγγενείς

    Русско-греческий словарь > близкий

  • 2 родня

    θ.
    αθρσ. οι συγγενείς, το συγγενολόι, το σόι•

    близкая родня οι κοντινοί ή στενοί συγγενείς•

    дальняя родня οι μακρινοί συγγενείς.

    Большой русско-греческий словарь > родня

  • 3 ближайший

    ближайш||ий
    (превосх. ст. от близкий)
    1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);
    2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:
    в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;
    3. (непосредственный) ἄμεσος:
    \ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;
    4. (о родне, друзьях) στενός:
    \ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς.

    Русско-новогреческий словарь > ближайший

  • 4 ειμή

    επίρρ. кроме, за исключением;

    δεν παρευρέθησαν, ειμή μόνον οι στενοί συγγενείς — никого не было, кроме самых близких родственников;

    δεν κάνει άλλο ειμή να... — он только и делает что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ειμή

  • 5 στενός

    η, ό[ν] 1) узкий, тесный;

    2) перен. близкий, тесный; — интимный, στενός φίλος — близкий друг;

    στενοί συγγενείς — близкие родственники;

    στενή σχέση — интимность;

    έχω στενές σχέσεις — быть в близких, интимных отношениях;

    3) перен. ограниченный, недалёкий;
    4) трудный, затруднительный;

    τα βρίσκω στενά — сталкиваться с трудностями, оказываться в затруднительном положении;

    § με τη στενή σημασία (της λέξης) — в узком смысле (слова)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στενός

  • 6 ближний

    -яя, -ее επ.
    1. βλ. близкий (1 σημ.)
    ο εγγύς, ο πλησίον•

    ближний восток η Εγγύς Ανατολή.

    2. παλ. στενός, πλησιέστερος•

    -яя родня οι στενοί συγγενείς.

    3. ως ουσ. ο συνάνθρωπος•

    любите -его αγαπάτε τον πλησίον•

    помогать -им βοηθώ τον πλησίον.

    Большой русско-греческий словарь > ближний

  • 7 близкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; ближе, ближайший.
    1. κοντινός, ο πλησίον, ο εγγύς, ο παρακείμενος, ο προσκείμενος -οκ•

    локоть, да не укусишь (παροιμία) κοντά είναι ο αγκώνας σου, όμως δε φτάνεις να τον δαγκάσεις (εύκολο, όμως ακατόρθωτο)•

    близкое расстояние κοντινή απόσταση.

    2. (για χρόνο) επικείμενος, προσεχήο, επερχόμενος•

    -ое будущее το προσεχές μέλλον•

    -ая смерть ο επικείμενος (οσονούπω) θάνατος.

    3. στενός, οικείος•

    близкий друг στενός (επιστήθιος) φίλος.

    4. πλθ. -ие οι στενοί συγγενείς, οι δικοί.
    εκφρ.
    - ие отношения – στενές σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > близкий

  • 8 родня

    родня
    ж в разн. знач. οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι:
    близкая (да́льняя) \родня οἱ στενοί (οί μακρινοί) συγγενείς.

    Русско-новогреческий словарь > родня

См. также в других словарях:

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • αιμομειξία — Σαρκική ένωση δύο προσώπων που είναι στενοί συγγενείς εξ αίματος. Από την αρχαιότητα είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις που επιτρεπόταν η α. Στους Πέρσες, στους Σκύθες και τους Τατάρους ο πατέρας μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του, ο αδελφός την… …   Dictionary of Greek

  • συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

  • έγγιστος — η, ο (AM ἔγγιστος, η, ον) (υπερθ. τού εγγύς) Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά II. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. φρ. «ως έγγιστα» περίπου αρχ. 1. προ ολίγου 2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» οι πολύ στενοί συγγενείς …   Dictionary of Greek

  • αδελφοξαδέλφια — και αδερφοξάδελφα και αδερφοξαδέρφια και αδερφοξάδερφα 1. το σύνολο αδελφών και εξαδέλφων 2. στενοί συγγενείς, συγγενολόι 3. (στον εν.) ειρωνικά για σχέσεις ανθρώπων ερωτικές, ύποπτες ή διαβλητές …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποίηση — Το έθιμο της αδελφοποιίας είναι πανάρχαιο. Αναφέρεται ότι το είχαν οι Λυδοί, οι Σκύθες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, αλλά και οι λαοί της Πολυνησίας και της Αφρικής. Στη νεότερη Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • φίλτατος — η, ο / φίλτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίντατος Α (υπερθ. βαθμός) ο πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλέστατος μσν. αρχ. (το αρσ. και το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φίλτατοι και τὰ φίλτατα τα πιο προσφιλή πρόσωπα, οι στενοί συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»